πελέκηση

πελέκηση
η / πελέκησις, -ήσεως, ΝΑ [πελεκώ]
το κόψιμο ξύλων με τον πέλεκυ.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • πελεκήση — πελέκησις hewing fem nom/voc/acc dual (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καρφεία — καρφεῑα, τὰ (Α) 1. ώριμος καρπός 2. κομμάτια ξύλου που σχίζονται ή κόβονται από πελέκηση μεγαλύτερου τεμαχίου ξύλου, οι παρασχίδες, τα πελεκούδια («καρφεῑα κέδρου», Νίκ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < κάρφος + κατάλ. εῖον (πρβλ. ιερατ είον, σκαφ είον)] …   Dictionary of Greek

  • λατύπη — η (Α λατύπη) το απότριμμα τών λίθων που απομένει μετά την πελέκηση ή τη λάξευση, χαλίκι («ἐκ γὰρ τῆς λατύπης σωροί τινες πρὸ τῶν πυραμίδων κεῑνται», Στράβ.) νεοελλ. (πετρογρ.) γωνιώδες αδρομερές τεμαχίδιο που προκύπτει από τη θραύση τών… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”